φιλεργατικός

φιλεργατικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τους εργάτες, αυτός που είναι φίλος της εργατικής τάξης: Η κυβέρνηση ασκεί φιλεργατική πολιτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλεργατικός — ή, ό, Ν αυτός που χαρακτηρίζεται από αγάπη για την εργασία ή τους εργάτες («φιλεργατική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εργάτης + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”