- φιλεργατικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τους εργάτες, αυτός που είναι φίλος της εργατικής τάξης: Η κυβέρνηση ασκεί φιλεργατική πολιτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.